περδικοπάνι

περδικοπάνι
το
τεντωμένο ύφασμα σε ξύλινο ή συρμάτινο πλαίσιο το οποίο κρατά μπροστά του ο κυνηγός για να καλύπτεται, όταν κυνηγάει πέρδικες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”